- ἀνακαλύπτει
- ἀνακαλύπτωuncoverpres ind mp 2nd sgἀνακαλύπτωuncoverpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… … Dictionary of Greek
λαγωνικός — ή, ό (Μ λαγωνικός, ή, όν) 1. (για σκύλο) εκπαιδευμένος να ανιχνεύει λαγούς 2. το ουδ. ως ουσ. το λαγωνικό(ν) παραλλαγή κυνηγετικού σκυλιού που χρησιμεύει ιδίως για το κυνήγι λαγών και το οποίο έχει λεπτό και μακρύ σώμα, κοντό τρίχωμα, μακριά… … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης — (1ος αι. μ.Χ.). Αθηναίος, μέλος του Αρείου Πάγου. Μετά το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο, έγινε χριστιανός και φέρεται ως ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών. Ο Δ. μαρτύρησε στην εποχή του Δομιτιανού. Είναι πολιούχος της Αθήνας και η μνήμη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
отъкрывати — ОТЪКРЫВА|ТИ (24), Ю, ѤТЬ гл. 1.Открывать, обнажать: ˫ако м҃ти екторова слезѧщi. и пазуху ѿкрывающи ѥдиною рукою. другою же сесца кажющи. ГБ к. XIV, 134б; требища… разрушаше. раскоповаше. перстъ ѿкрываше основань˫а вонъ изм(е)ща. ника(к)же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η … Dictionary of Greek
ασυνείδητο — Ο όρος α. ως επίθετο χαρακτηρίζει ένα ψυχικό περιεχόμενο του οποίου δεν έχουμε συναίσθηση· ως ουσιαστικό υποδηλώνει ένα μέρος του ψυχικού μηχανισμού, που βρίσκεται έξω από τη συνείδηση. Οι φιλόσοφοι της αρχαιότητας (Σωκράτης, Πλάτων: μύθος του… … Dictionary of Greek
διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… … Dictionary of Greek
δρυοκολάπτης — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των δρυοκολαπτιδών, που είναι η σπουδαιότερη της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. διακρίνονται για ορισμένες συνήθειες και ανατομικές ιδιαιτερότητές τους. Αναρριχώνται με ευκολία στους κορμούς των δέντρων,… … Dictionary of Greek